Το ογκώδες και επίσημο πόνημα της Επιτροπής Οικονομιών, που εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο το 1925, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια της διοικητικής και δημοσιονομικής ιστορίας του ελληνικού κράτους κατά τον Μεσοπόλεμο. Η έκδοση αυτή συνιστά μια συνολική αποτύπωση της κρατικής μηχανής και των δαπανών της, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και ανασυγκρότησης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατά την οποία η ανάγκη εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών υπήρξε επιτακτική.
Το βιβλίο καλύπτει με συστηματικό τρόπο σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των υπουργείων και των εποπτευόμενων φορέων του κράτους: Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Εξωτερικών, Παιδείας, Συγκοινωνιών, Γεωργίας, Υγιεινής, Ναυτικών και πολλών άλλων. Σε εκατοντάδες σελίδες παρουσιάζονται λεπτομερείς πίνακες και στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη διοικητική οργάνωση, τις υπηρεσίες κάθε υπουργείου, τις δαπάνες λειτουργίας τους, το προσωπικό, τους μισθούς, τις κρατικές προμήθειες και τα δημόσια έργα. Η πυκνότητα και η τεχνική ακρίβεια των δεδομένων καθιστούν το έργο ένα εξαιρετικά πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε ο κρατικός μηχανισμός σε μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους του ελληνικού 20ού αιώνα.
Ο βασικός στόχος της Επιτροπής Οικονομιών ήταν ο εντοπισμός «οικονομιών» —δηλαδή περιθωρίων μείωσης των δημοσίων δαπανών— χωρίς ωστόσο να παραβλάπτεται η ουσιώδης αποστολή των υπηρεσιών. Για κάθε υπουργείο διατυπώνονται συγκεκριμένες συστάσεις που καλύπτουν ευρύ φάσμα παρεμβάσεων: από την κατάργηση ή συγχώνευση υπηρεσιών και την αναδιοργάνωση διευθύνσεων, έως τη μείωση ή ανακατανομή προσωπικού και τη μεταρρύθμιση μισθολογικών δομών. Το έργο προτείνει επίσης βελτιώσεις στη διαδικασία εκτέλεσης δημοσίων έργων και διαφοροποιήσεις στον τρόπο προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών από το κράτος. Οι προτάσεις αυτές εντάσσονται στη γενικότερη προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης και σύγχρονης οργάνωσης του κράτους.
Η έκδοση του 1925 αποτελεί πολύτιμη πρωτογενή πηγή για την ιστοριογραφία της Μεσοπολεμικής Ελλάδας. Καταγράφει με μοναδική πληρότητα τη διοικητική διάρθρωση και τις κρατικές δαπάνες σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο, καθιστώντας το έργο εργαλείο πρώτης γραμμής για μελετητές της δημόσιας διοίκησης, της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής ιστορίας. Παράλληλα, η έμφαση στην «εξοικονόμηση» και στην ανάγκη περιορισμού της σπατάλης των δημόσιων πόρων αναδεικνύει μια λογική που διαπερνά τις ελληνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έως και τον 21ο αιώνα, φανερώνοντας τη διαχρονικότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος ως προς την αποτελεσματική διαχείριση των οικονομικών του.
Συνολικά, το έργο της Επιτροπής Οικονομιών δεν αποτελεί απλώς αποτύπωση της διοικητικής πραγματικότητας της εποχής του, αλλά και καθρέφτη των θεσμικών δυσλειτουργιών και των αναγκών μεταρρύθμισης που επανέρχονται στη σύγχρονη συζήτηση για το δημόσιο χρέος, τη δημοσιονομική πειθαρχία και την οργανωτική αναδιάρθρωση του ελληνικού κράτους.