Η μελέτη
Η αγροτική πίστις εις το πλαίσιον της οικονομικής μας ανασυγκροτήσεως (1947) του Δημοσθένη Σ. Στεφανίδου αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά τεκμήρια της μεταπολεμικής προβληματικής για την ανασυγκρότηση του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Ενταγμένη στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως, η εργασία επιχειρεί μια πολυεπίπεδη ανάλυση της ιστορικής διαμόρφωσης και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας της αγροτικής πίστης στην Ελλάδα, με κεντρικό σημείο αναφοράς τον ρόλο της Αγροτικής Τράπεζας. Η σημασία του έργου υπερβαίνει το ιστορικό του πλαίσιο, καθώς εγείρει ζητήματα που παραμένουν επίκαιρα στη σύγχρονη δημόσια συζήτηση, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων και της έντονης υποχώρησης του αγροτικού εισοδήματος.
Ο Στεφανίδου επιχειρεί μια συστηματική αποτίμηση της εξέλιξης της αγροτικής πίστης από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα χρόνια της Κατοχής, αναδεικνύοντας τις βαθύτερες αιτίες της χρόνιας πιστωτικής στενότητας που χαρακτήριζε τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η εστίασή του στο διαχρονικό πρόβλημα του αγροτικού χρέους αποκαλύπτει τη δομική αδυναμία του ελληνικού αγροτικού τομέα να εξασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση υπό όρους βιωσιμότητας και παραγωγικής αναβάθμισης. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε για να απαντήσει στην ανάγκη συγκρότησης ενός ειδικού θεσμού που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την τοκογλυφική πίεση και να λειτουργήσει ως πυλώνας αναπτυξιακής πολιτικής, παρέχοντας στοχευμένα εργαλεία βραχυπρόθεσμου και μεσομακροπρόθεσμου δανεισμού.
Η επικαιρότητα της ανάλυσης καθίσταται εμφανής όταν συσχετιστεί με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο. Παρά τις θεσμικές μεταβολές, τη σταδιακή ενσωμάτωση της χώρας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και τη λειτουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, το ζήτημα της πρόσβασης των αγροτών σε ρευστότητα παραμένει άλυτο σε ικανοποιητικό βαθμό. Η διάλυση της Αγροτικής Τράπεζας ως εξειδικευμένου πιστωτικού πυλώνα άφησε ένα σημαντικό κενό, το οποίο δεν καλύφθηκε επαρκώς από το εμπορικό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της πιστωτικής ανισότητας και την αναβίωση μορφών οικονομικής επισφάλειας που ο Στεφανίδου είχε ήδη επισημάνει από τη δεκαετία του 1940.
Παράλληλα, η σημερινή αναζωπύρωση των αγροτικών κινητοποιήσεων και η καταγραφή σημαντικής μείωσης του καθαρού αγροτικού εισοδήματος αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα των θεσμικών προβλημάτων που περιγράφει ο συγγραφέας. Το υψηλό κόστος παραγωγής, η αστάθεια των τιμών παραγωγού, η εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες και η συσσώρευση οφειλών προς τράπεζες και ασφαλιστικούς οργανισμούς συνιστούν μια σύγχρονη εκδοχή του «φαύλου κύκλου» χρέους–υποεπένδυσης που ο Στεφανίδου θεωρούσε τροχοπέδη για την παραγωγική ανασυγκρότηση της υπαίθρου. Η επιμονή αυτών των προβλημάτων υποδηλώνει ότι η αγροτική πίστη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά, αλλά απαιτεί συνολική στρατηγική που θα συνδέει τον πιστωτικό σχεδιασμό με στοχευμένες διαρθρωτικές πολιτικές.
Εξίσου σημαντική είναι η κοινωνική διάσταση που αναδεικνύει ο συγγραφέας. Η αγροτική πίστη, κατά τον Στεφανίδου, αποτελεί όχι μόνο μηχανισμό οικονομικής στήριξης αλλά και προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας στην ύπαιθρο. Η σημερινή δημογραφική συρρίκνωση των αγροτικών περιοχών, η εγκατάλειψη καλλιεργειών και η εντεινόμενη οικονομική ανασφάλεια επιβεβαιώνουν τη διαχρονική ισχύ του επιχειρήματος. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση δεν μπορεί επομένως να περιορίζεται σε λογιστικού τύπου παρεμβάσεις, αλλά συνιστά κρίσιμο παράγοντα για την επιβίωση της αγροτικής κοινωνίας και την ανασυγκρότηση του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Συνολικά, το έργο του Στεφανίδου, παρά τη χρονική απόσταση που το χωρίζει από τη σημερινή πραγματικότητα, προσφέρει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο αναλυτικό πλαίσιο για την κατανόηση των σημερινών προκλήσεων του ελληνικού αγροτικού τομέα. Η ιστορική του προσέγγιση επιτρέπει την αναγνώριση βαθύτερων δομικών συνεχειών, ενώ οι διαπιστώσεις του σχετικά με τον ρόλο της αγροτικής πίστης στη διαδικασία οικονομικής ανασυγκρότησης αποκτούν νέα σημασία σε μια εποχή εντεινόμενων οικονομικών πιέσεων και κοινωνικής αβεβαιότητας στην ύπαιθρο. Ως εκ τούτου, η μελέτη του δεν έχει μόνο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον, αλλά λειτουργεί και ως υπόμνηση της ανάγκης για μια συνεκτική και μακροπρόθεσμη αγροτική πιστωτική πολιτική που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σύγχρονου παραγωγικού μετασχηματισμού.