Η δολοφονία και ο διαμελισμός του ταγματάρχη Παναγιώτη Κολιοβέτα στις 14 Νοεμβρίου 1946, στη σιδηροδρομική στάση Λιγνιτορυχείων Δρακοπούλου, αποτελεί ένα από τα πιο αποκαλυπτικά επεισόδια της ακραίας βίας που χαρακτήρισε τον ελληνικό εμφύλιο. Το επεισόδιο έγινε ευρύτερα γνωστό μέσα από προφορικές μαρτυρίες ανταρτών και μεταγενέστερες αφηγήσεις, ωστόσο η πρόσφατη ανάδειξη του ψηφιακού αρχείου του Γρηγόρη Χρυσοστόμου έφερε στο φως πρωτογενές υλικό που επιτρέπει την ακριβέστερη ιστορική ανασύνθεση του γεγονότος και την αποδόμηση στρεβλώσεων.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αντάρτη Ευάγγελου Κασάπη, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Ο Εμφύλιος στον Έβρο», οι δυνάμεις των ανταρτών σταμάτησαν την αμαξοστοιχία Δράμας–Αλεξανδρούπολης, συνέλαβαν και «εξόντωσαν τον εγκληματία διοικητή Χωροφυλακής Έβρου Παναγιώτη Κολιοβέτα» και προέβησαν σε επίταξη στρατιωτικού ιματισμού. Ο Κασάπης παρουσιάζει τον Κολιοβέτα ως «εγκληματία», επιχειρώντας να αιτιολογήσει εκ των υστέρων τη βία της εκτέλεσης και να εντάξει το γεγονός στο πλαίσιο μιας ηθικής-πολιτικής δικαίωσης. Παράλληλα, η αναφορά του για λεηλασία στρατιωτικών ειδών από το τρένο δημιουργεί την εντύπωση στρατιωτικής επιχείρησης και όχι απλής ληστρικής ενέργειας.
Ωστόσο, η σύγκριση των προφορικών μαρτυριών με τα διοικητικά τεκμήρια αποκαλύπτει σημαντικές αντιφάσεις. Η αφήγηση του καπετάνιου Κρίτωνα, μέλους του αντάρτικου, περιορίζεται σε μια γενική αναφορά περί «εξόντωσης», χωρίς να κάνει μνεία σε πράξεις αγριότητας ή βεβήλωσης του σώματος. Αντιθέτως, η τετρασέλιδη αναφορά του ταγματάρχη Χαράλαμπου Αρβανιτογιάννη προς την Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Θράκης, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1946 και διασωζόμενη στο Αρχείο Χρυσοστόμου, περιγράφει με λεπτομέρειες που δεν αφήνουν περιθώριο παρερμηνειών: ο Κολιοβέτας βρέθηκε αποκεφαλισμένος, γυμνός, με το κεφάλι του ριγμένο σε μεγάλη απόσταση μέσα σε ρεματιά. Η εικόνα αυτή υπερβαίνει κατά πολύ το απλό γεγονός της εκτέλεσης και συνιστά πράξη εξαιρετικής αγριότητας, χαρακτηριστική της κλιμακούμενης βίας της εποχής.
Η αξιολόγηση της προσωπικότητας και της προϋπηρεσίας του Παναγιώτη Κολιοβέτα ενισχύει περαιτέρω τη διάψευση του χαρακτηρισμού «εγκληματίας». Σύμφωνα με τη μελέτη του Ιωάννη Πριόβολου «Εθνική Αντίσταση και τα Τάγματα Ασφαλείας», ο Κολιοβέτας είχε υπηρετήσει ως ανακριτικός υπάλληλος κατά των δωσιλόγων της Κατοχής, συντάσσοντας αναφορές που ήταν καταπέλτης για συνεργάτες του εχθρού. Ειδικά η αυστηρή αναφορά του προς την προανάκριση του υποστράτηγου Ζυγούρη, στην οποία κατηγορεί ευθέως τον ταγματάρχη Βασίλειο Μητσάκο για τη συμπεριφορά του στην Κατοχή, αποδεικνύει ότι ο Κολιοβέτας δεν συνδεόταν με ακραίες εθνικιστικές ή δωσιλογικές πρακτικές. Αντιθέτως, εμφανίζεται ως αξιωματικός με υψηλό αίσθημα καθήκοντος και πειθαρχίας.
Το γεγονός ότι ο Κολιοβέτας είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή Χωροφυλακής Έβρου μόλις λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία του καθιστά ακόμη πιο αβάσιμη την προσπάθεια κατασκευής ενοχής. Η δήθεν προϋπάρχουσα «εγκληματική» δράση του αποτελεί επομένως περισσότερο ιδεολογικό αφήγημα παρά στοιχείο τεκμηριωμένο από τις πηγές.
Η ανάλυση των διαθέσιμων τεκμηρίων καθιστά
αναγκαία τη διάκριση ανάμεσα:
α) στις προφορικές ή αυτοβιογραφικές μαρτυρίες των ανταρτών, οι οποίες συχνά
επιτελούν λειτουργίες αυτοδικαίωσης ή ηρωοποίησης,
και
β) στα ανεξάρτητα διοικητικά έγγραφα της εποχής, τα οποία, παρά τις δικές τους
ενδεχόμενες μεροληψίες, παραμένουν η πιο αξιόπιστη βάση για την ιστορική
ανασύνθεση γεγονότων.
Στην περίπτωση του ταγματάρχη Κολιοβέτα, η εγκυρότητα των πρωτογενών διοικητικών πηγών είναι καθοριστική. Το ψηφιακό Αρχείο του Γρηγόρη Χρυσοστόμου και ειδικότερα η αναφορά Αρβανιτογιάννη αποκαθιστούν όχι μόνο τις συνθήκες της δολοφονίας, αλλά και τη μεταγενέστερη προσπάθεια παραποίησης ή αποσιώπησης της έκτασης της βίας.
Η εκτέλεση, ο αποκεφαλισμός και η βεβήλωση του σώματος του Παναγιώτη Κολιοβέτα δεν αποτελούν προϊόν εικασίας, αλλά διαπιστωμένα γεγονότα. Αναδεικνύουν το τραγικό πρόσωπο του εμφυλίου, όπου η βία ξεπέρασε τα όρια της στρατιωτικής σύγκρουσης και μετατράπηκε σε εργαλείο ταπείνωσης, τρομοκράτησης και συμβολικής εξόντωσης. Η επιστημονική προσέγγιση επιβάλλει επομένως την προτεραιότητα των πρωτογενών τεκμηρίων έναντι των αφηγηματικών αναπαραστάσεων, συμβάλλοντας σε μια ιστορική μνήμη που δεν αναπαράγει μύθους, αλλά στηρίζεται στην τεκμηριωμένη κατανόηση του παρελθόντος.
Μ.Δ







