Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2026 - ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ 19ος ΑΙΩΝΑΣ - Ιστορικές εικόνες και τεκμήρια από τη γέννηση μιας πόλης

Το Ψηφιακό Αρχείο παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ψηφιακό ημερολόγιο αφιερωμένο στο Δεδέαγατς – τη σημερινή Αλεξανδρούπολη – του 19ου αιώνα. Μέσα από σπάνιο φωτογραφικό υλικό και ιστορικά τεκμήρια, αναδεικνύονται οι απαρχές και η σταδιακή διαμόρφωση μιας πόλης που γεννήθηκε δίπλα στη
θάλασσα και εξελίχθηκε σε σημαντικό αστικό και εμπορικό κέντρο της Θράκης.

Οι εικόνες και τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες της καθημερινής ζωής, της αρχιτεκτονικής, των ανθρώπων και των κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής. Το ημερολόγιο διατίθεται σε μορφή PDF, ελεύθερα προσβάσιμο, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να το κατεβάσει και να γνωρίσει την ιστορία της πόλης μέσα από αυθεντικές πηγές.

Η παρούσα έκδοση φιλοδοξεί να συμβάλει στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και στη διάδοση της τοπικής ιστορίας, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας.

Με την ευκαιρία της νέας χρονιάς, ευχόμαστε το νέο έτος να φέρει υγεία, δημιουργικότητα και έμπνευση, καθώς και νέες πρωτοβουλίες που θα συνεχίσουν να φωτίζουν το παρελθόν και να ενισχύουν τη γνώση και τον πολιτισμό.

Καλή χρονιά σε όλες και όλους!

 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2026 - ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ 19ος ΑΙΩΝΑΣ -  Ιστορικές εικόνες και τεκμήρια από τη γέννηση μιας πόλης

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Η Επιλογή του Λιμένα Δεδέαγατς ως Κύριου Λιμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Νεότερα Στοιχεία από ένα Δημοσίευμα της Περιόδου

Το παρόν άρθρο παρουσιάζει και αναλύει ένα ιστορικό απόσπασμα δημοσιεύματος που αναφέρεται στην απόφαση μεταφοράς του λιμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Αίνου στο Δεδέαγατς, με την ίδια λειτουργία της σιδηροδρομικής σύνδεσης. Το δημοσίευμα παρέχει νέες πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες επιλογής του λιμένα. Έως σήμερα επικρατούσε η άποψη ότι οι συνεχείς επιχωματώσεις του λιμανιού της Αίνου από το δέλτα του Έβρου αποτελούσαν τον κυρίαρχο λόγο για τη μεταφορά.


Ωστόσο, η αναφορά στο δημοσίευμα για την επιδημία είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς προσφέρει στοιχεία για τις επιδημιολογικές συνθήκες της εποχής και τη σύνδεσή τους με οικονομικές αποφάσεις. Έτσι φαίνεται ότι η Αίνου, παρά τη γεωγραφική και οικονομική της θέση, αντιμετώπιζε περιοδικά προβλήματα υγείας που επηρέαζαν τη λειτουργικότητα του λιμένα κατά τη θερινή περίοδο.

Η μελέτη αυτού του δημοσιεύματος επιβεβαιώνει ότι η επιλογή του λιμένα Δεδέαγατς δεν οφείλεται αποκλειστικά σε γεωγραφικούς ή οικονομικούς παράγοντες, αλλά και σε ζητήματα δημόσιας υγείας, γεγονός που αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την ιστορική και οικονομική ανάλυση της περιοχής. Το εύρημα αυτό εμπλουτίζει τη σύγχρονη ιστοριογραφία σχετικά με την ανάπτυξη των λιμένων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναδεικνύει τη σημασία της υγειονομικής διάστασης στις στρατηγικές αποφάσεις και πλέον παρέχει ακριβή γνώση για την ημερομηνία έναρξης των εργασιών κατασκευής του λιμανιού.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Ψυχανάλυση και Θρησκεία (1947): Ένα ξεχασμένο τεκμήριο του ελληνικού διαλόγου μεταξύ Φρόιντ και πίστης

Το βιβλίο Ψυχανάλυσις και Θρησκεία της Α. Παρασκευοπούλου, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1947 από τις Εκδόσεις Αρμονία, αποτελεί ένα από τα πρώιμα ελληνικά κείμενα που επιχειρούν μια συστηματική αναμέτρηση με τη σκέψη του Sigmund Freud στον χώρο της θρησκείας. Αν και σήμερα παραμένει σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, το έργο αυτό προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πνευματικής ατμόσφαιρας της μεταπολεμικής Ελλάδας, όταν οι ψυχολογικές επιστήμες άρχισαν να διεισδύουν στον δημόσιο διάλογο και να συναντούν την παραδοσιακή θεολογική σκέψη.

Το έτος έκδοσης δεν είναι τυχαίο· η Ελλάδα μόλις είχε εξέλθει από τη δίνη της Κατοχής και βρισκόταν ήδη στη δίνη του Εμφυλίου. Το ενδιαφέρον για ζητήματα «ανθρωπολογίας» —τι είναι ο άνθρωπος, πώς λειτουργεί η ψυχή, ποια είναι η θέση της πίστης— ήταν έντονο και επείγον. Η ψυχανάλυση είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή, αν και με επιφυλάξεις, και τα έργα του Freud κυκλοφορούσαν σε μεταφράσεις ή περιλήψεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το βιβλίο της Παρασκευοπούλου λειτουργεί ως ένα είδος πνευματικού συνδετικού κρίκου.

Το έργο χωρίζεται σε δύο μεγάλους άξονες:

Α. Παρουσίαση των θεωριών του Freud

Το πρώτο μέρος επιχειρεί μια πιστή, καθαρά περιγραφική έκθεση των βασικών αρχών της φροϋδικής σκέψης:

  • το ασυνείδητο,

  • τη libido ως κινητήρια δύναμη της ψυχικής ζωής,

  • τα συμπλέγματα,

  • τις νευρώσεις,

  • τις εξιδανικεύσεις,

  • και τις φροϋδικές ερμηνείες του τοτεμισμού και του ταμπού.

Το κεντρικό σημείο αφορά τη φροϋδική θέση για τη θρησκεία: ως ψυχολογική αυταπάτη, ως προβολή πατρικών αναγκών και ως συλλογική νεύρωση που εξηγείται μέσω της σεξουαλικής και οικογενειακής δυναμικής.

Β. Κριτική της φροϋδικής θεωρίας

Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας αναλαμβάνει να αντιπαρατεθεί στις φροϋδικές θέσεις. Η κριτική του:

  • απορρίπτει την υπερβολική έμφαση στο λίμπιντο,

  • αμφισβητεί τη δυνατότητα της ψυχανάλυσης να ερμηνεύσει ολοκληρωμένα τον θρησκευτικό βίο,

  • υποστηρίζει ότι η θρησκεία δεν μπορεί να θεωρηθεί νεύρωση,

  • επανεξετάζει την ψυχολογική σημασία της ενοχής,

  • και υπερασπίζεται την έννοια του Θεού και της Εκκλησίας ως πραγματικότητες που υπερβαίνουν τις ψυχολογικές εξηγήσεις.

Η δομή του βιβλίου είναι καθρέφτης: κάθε κεφάλαιο παρουσίασης του Freud στο πρώτο μέρος αντικαθρεφτίζεται από αντίστοιχο κεφάλαιο κριτικής στο δεύτερο. Αυτό καθιστά το έργο χρήσιμο ως συγκριτικό εγχειρίδιο.






Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Η Ανεγερσιακή Πρωτοβουλία του Ναού Αγίου Νικολάου στο Δεδέαγατς

 Η δημιουργία του ναού του Αγίου Νικολάου στο τότε Δεδέαγατς συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα πρώιμης κοινοτικής οργάνωσης και εκκλησιαστικής μέριμνας. Παλαιότερα τεκμήρια αποκαλύπτουν ότι η τοπική κοινωνία είχε αναπτύξει οργανωμένη επιθυμία για την ίδρυση μόνιμου ενοριακού ναού πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθως αναφέρεται. Οι κάτοικοι προχώρησαν στην αγορά συγκεκριμένου οικοπέδου με αποκλειστικό σκοπό την ανέγερση του ναού, γεγονός που καταδεικνύει τόσο τον βαθύ δεσμό τους με τον τιμώμενο Άγιο όσο και τον συστηματικό τρόπο οργάνωσης ενός μικρού αλλά δυναμικού οικισμού.

Την περίοδο αυτή, η περιοχή υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Μαρωνείας, γεγονός που προσέδιδε θεσμική δομή και εποπτεία στην όλη προσπάθεια. Παράλληλα, συγκροτήθηκε ειδική ναυτική αδελφότητα, η οποία ανέλαβε τη συγκέντρωση πόρων και τη γενικότερη ενίσχυση των σχετικών ενεργειών, λειτουργώντας ως οργανωμένος φορέας υποστήριξης της κοινότητας. Σύμφωνα με τα σωζόμενα στοιχεία, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανεγέρσεως θα απαιτούνταν και η έκδοση σουλτανικού φιρμανιού, όπως προβλεπόταν από την οθωμανική διοίκηση για την οικοδόμηση χριστιανικών ναών.

Η συντονισμένη αυτή δράση — κοινωνική, οικονομική και πνευματική — αποτυπώνει την ουσιαστική συμβολή του ναού στη διαμόρφωση της ταυτότητας του οικισμού και στη διαρκή σύνδεσή του με την τοπική παράδοση μέχρι και σήμερα.

Σημείωση: Για λόγους ιστορικής έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, η ακριβής χρονολογία του αποσπάσματος δεν αναρτάται.

 

Το Ελεγκτικόν Συνέδριον εν Ελλάδι (1833–1933) – Η ιστορική μελέτη του Αριστείδη Σταυροπούλου

 

Το έργο «Το Ελεγκτικόν Συνέδριον εν Ελλάδι 1833–1933» του Αριστείδη Σταυροπούλου αποτελεί μια εκτενή ιστορική και θεσμική αποτίμηση των πρώτων εκατό χρόνων λειτουργίας του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου της χώρας.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει την ίδρυση, την εξέλιξη και τον ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ελληνικού κράτους. Το βιβλίο φωτίζει κρίσιμες περιόδους της δημόσιας διοίκησης, αναδεικνύοντας τόσο τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις όσο και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ο θεσμός κατά τον πρώτο αιώνα της λειτουργίας του.

Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας, σημαντικό για όσους ενδιαφέρονται για τη δημόσια λογοδοσία, τη διοικητική ιστορία και την εξέλιξη των ελεγκτικών θεσμών στην Ελλάδα.

Η Οργάνωσις της Δικαιοσύνης της Γαλλίας (1933) – Το έργο του Λυκούργου Β. Επεράντσα

 

Το έργο «Η Οργάνωσις της Δικαιοσύνης της Γαλλίας» του 1933, γραμμένο από τον Λυκούργο Β. Επεράντσα, εισηγητή του Υπουργείου της Δικαιοσύνης, αποτελεί μια από τις πρώιμες προσπάθειες συστηματικής παρουσίασης του γαλλικού δικαστικού συστήματος στο ελληνικό νομικό κοινό.

Στο βιβλίο παρουσιάζεται η δομή, η λειτουργία και οι θεσμικές αρχές που διέπουν τη γαλλική δικαιοσύνη, με στόχο την κατανόηση και πιθανή αξιοποίησή τους ως πρότυπο για τη βελτίωση της ελληνικής δικαστικής οργάνωσης της εποχής. Το έργο έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία, καθώς αντανακλά τον νομικό προβληματισμό και τις συγκριτικές μελέτες της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, αλλά και την προσπάθεια προσέγγισης προηγμένων ευρωπαϊκών θεσμών.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Το έργο της Επιτροπής Οικονομιών (Εθνικό Τυπογραφείο, 1925)

 Το ογκώδες και επίσημο πόνημα της Επιτροπής Οικονομιών, που εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο το 1925, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια της διοικητικής και δημοσιονομικής ιστορίας του ελληνικού κράτους κατά τον Μεσοπόλεμο. Η έκδοση αυτή συνιστά μια συνολική αποτύπωση της κρατικής μηχανής και των δαπανών της, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και ανασυγκρότησης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατά την οποία η ανάγκη εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών υπήρξε επιτακτική.

Το βιβλίο καλύπτει με συστηματικό τρόπο σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των υπουργείων και των εποπτευόμενων φορέων του κράτους: Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Εξωτερικών, Παιδείας, Συγκοινωνιών, Γεωργίας, Υγιεινής, Ναυτικών και πολλών άλλων. Σε εκατοντάδες σελίδες παρουσιάζονται λεπτομερείς πίνακες και στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη διοικητική οργάνωση, τις υπηρεσίες κάθε υπουργείου, τις δαπάνες λειτουργίας τους, το προσωπικό, τους μισθούς, τις κρατικές προμήθειες και τα δημόσια έργα. Η πυκνότητα και η τεχνική ακρίβεια των δεδομένων καθιστούν το έργο ένα εξαιρετικά πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε ο κρατικός μηχανισμός σε μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους του ελληνικού 20ού αιώνα.

Ο βασικός στόχος της Επιτροπής Οικονομιών ήταν ο εντοπισμός «οικονομιών» —δηλαδή περιθωρίων μείωσης των δημοσίων δαπανών— χωρίς ωστόσο να παραβλάπτεται η ουσιώδης αποστολή των υπηρεσιών. Για κάθε υπουργείο διατυπώνονται συγκεκριμένες συστάσεις που καλύπτουν ευρύ φάσμα παρεμβάσεων: από την κατάργηση ή συγχώνευση υπηρεσιών και την αναδιοργάνωση διευθύνσεων, έως τη μείωση ή ανακατανομή προσωπικού και τη μεταρρύθμιση μισθολογικών δομών. Το έργο προτείνει επίσης βελτιώσεις στη διαδικασία εκτέλεσης δημοσίων έργων και διαφοροποιήσεις στον τρόπο προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών από το κράτος. Οι προτάσεις αυτές εντάσσονται στη γενικότερη προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης και σύγχρονης οργάνωσης του κράτους.

Η έκδοση του 1925 αποτελεί πολύτιμη πρωτογενή πηγή για την ιστοριογραφία της Μεσοπολεμικής Ελλάδας. Καταγράφει με μοναδική πληρότητα τη διοικητική διάρθρωση και τις κρατικές δαπάνες σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο, καθιστώντας το έργο εργαλείο πρώτης γραμμής για μελετητές της δημόσιας διοίκησης, της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής ιστορίας. Παράλληλα, η έμφαση στην «εξοικονόμηση» και στην ανάγκη περιορισμού της σπατάλης των δημόσιων πόρων αναδεικνύει μια λογική που διαπερνά τις ελληνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έως και τον 21ο αιώνα, φανερώνοντας τη διαχρονικότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος ως προς την αποτελεσματική διαχείριση των οικονομικών του.

Συνολικά, το έργο της Επιτροπής Οικονομιών δεν αποτελεί απλώς αποτύπωση της διοικητικής πραγματικότητας της εποχής του, αλλά και καθρέφτη των θεσμικών δυσλειτουργιών και των αναγκών μεταρρύθμισης που επανέρχονται στη σύγχρονη συζήτηση για το δημόσιο χρέος, τη δημοσιονομική πειθαρχία και την οργανωτική αναδιάρθρωση του ελληνικού κράτους.














 

 


 

Η αγροτική πίστη στην Ελλάδα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης: το παράδειγμα του Δημοσθένους Σ. Στεφανίδου (Αθήνα 1947)

 

Η μελέτη Η αγροτική πίστις εις το πλαίσιον της οικονομικής μας ανασυγκροτήσεως (1947) του Δημοσθένη Σ. Στεφανίδου αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά τεκμήρια της μεταπολεμικής προβληματικής για την ανασυγκρότηση του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Ενταγμένη στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως, η εργασία επιχειρεί μια πολυεπίπεδη ανάλυση της ιστορικής διαμόρφωσης και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας της αγροτικής πίστης στην Ελλάδα, με κεντρικό σημείο αναφοράς τον ρόλο της Αγροτικής Τράπεζας. Η σημασία του έργου υπερβαίνει το ιστορικό του πλαίσιο, καθώς εγείρει ζητήματα που παραμένουν επίκαιρα στη σύγχρονη δημόσια συζήτηση, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων και της έντονης υποχώρησης του αγροτικού εισοδήματος.

Ο Στεφανίδου επιχειρεί μια συστηματική αποτίμηση της εξέλιξης της αγροτικής πίστης από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα χρόνια της Κατοχής, αναδεικνύοντας τις βαθύτερες αιτίες της χρόνιας πιστωτικής στενότητας που χαρακτήριζε τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η εστίασή του στο διαχρονικό πρόβλημα του αγροτικού χρέους αποκαλύπτει τη δομική αδυναμία του ελληνικού αγροτικού τομέα να εξασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση υπό όρους βιωσιμότητας και παραγωγικής αναβάθμισης. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε για να απαντήσει στην ανάγκη συγκρότησης ενός ειδικού θεσμού που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την τοκογλυφική πίεση και να λειτουργήσει ως πυλώνας αναπτυξιακής πολιτικής, παρέχοντας στοχευμένα εργαλεία βραχυπρόθεσμου και μεσομακροπρόθεσμου δανεισμού.

Η επικαιρότητα της ανάλυσης καθίσταται εμφανής όταν συσχετιστεί με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο. Παρά τις θεσμικές μεταβολές, τη σταδιακή ενσωμάτωση της χώρας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και τη λειτουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, το ζήτημα της πρόσβασης των αγροτών σε ρευστότητα παραμένει άλυτο σε ικανοποιητικό βαθμό. Η διάλυση της Αγροτικής Τράπεζας ως εξειδικευμένου πιστωτικού πυλώνα άφησε ένα σημαντικό κενό, το οποίο δεν καλύφθηκε επαρκώς από το εμπορικό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της πιστωτικής ανισότητας και την αναβίωση μορφών οικονομικής επισφάλειας που ο Στεφανίδου είχε ήδη επισημάνει από τη δεκαετία του 1940.

Παράλληλα, η σημερινή αναζωπύρωση των αγροτικών κινητοποιήσεων και η καταγραφή σημαντικής μείωσης του καθαρού αγροτικού εισοδήματος αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα των θεσμικών προβλημάτων που περιγράφει ο συγγραφέας. Το υψηλό κόστος παραγωγής, η αστάθεια των τιμών παραγωγού, η εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες και η συσσώρευση οφειλών προς τράπεζες και ασφαλιστικούς οργανισμούς συνιστούν μια σύγχρονη εκδοχή του «φαύλου κύκλου» χρέους–υποεπένδυσης που ο Στεφανίδου θεωρούσε τροχοπέδη για την παραγωγική ανασυγκρότηση της υπαίθρου. Η επιμονή αυτών των προβλημάτων υποδηλώνει ότι η αγροτική πίστη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά, αλλά απαιτεί συνολική στρατηγική που θα συνδέει τον πιστωτικό σχεδιασμό με στοχευμένες διαρθρωτικές πολιτικές.

Εξίσου σημαντική είναι η κοινωνική διάσταση που αναδεικνύει ο συγγραφέας. Η αγροτική πίστη, κατά τον Στεφανίδου, αποτελεί όχι μόνο μηχανισμό οικονομικής στήριξης αλλά και προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας στην ύπαιθρο. Η σημερινή δημογραφική συρρίκνωση των αγροτικών περιοχών, η εγκατάλειψη καλλιεργειών και η εντεινόμενη οικονομική ανασφάλεια επιβεβαιώνουν τη διαχρονική ισχύ του επιχειρήματος. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση δεν μπορεί επομένως να περιορίζεται σε λογιστικού τύπου παρεμβάσεις, αλλά συνιστά κρίσιμο παράγοντα για την επιβίωση της αγροτικής κοινωνίας και την ανασυγκρότηση του παραγωγικού προτύπου της χώρας.

Συνολικά, το έργο του Στεφανίδου, παρά τη χρονική απόσταση που το χωρίζει από τη σημερινή πραγματικότητα, προσφέρει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο αναλυτικό πλαίσιο για την κατανόηση των σημερινών προκλήσεων του ελληνικού αγροτικού τομέα. Η ιστορική του προσέγγιση επιτρέπει την αναγνώριση βαθύτερων δομικών συνεχειών, ενώ οι διαπιστώσεις του σχετικά με τον ρόλο της αγροτικής πίστης στη διαδικασία οικονομικής ανασυγκρότησης αποκτούν νέα σημασία σε μια εποχή εντεινόμενων οικονομικών πιέσεων και κοινωνικής αβεβαιότητας στην ύπαιθρο. Ως εκ τούτου, η μελέτη του δεν έχει μόνο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον, αλλά λειτουργεί και ως υπόμνηση της ανάγκης για μια συνεκτική και μακροπρόθεσμη αγροτική πιστωτική πολιτική που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σύγχρονου παραγωγικού μετασχηματισμού.




 

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Αλέξανδρος Βαμβέτσος (1890–1971): Βίος, Πολιτική Δράση και Το «Μανιφέστο» του 1949

 

Ο Αλέξανδρος Βαμβέτσος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες, όσο και λιγότερο γνωστές, προσωπικότητες της πολιτικής και νομικής ιστορίας των Τρικάλων στον 20ό αιώνα. Με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γερμανία και πορεία που εκκινεί από τη νομική επιστήμη μέχρι τη διεκδίκηση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, ο Βαμβέτσος ενσαρκώνει τον τύπο του μορφωμένου, φιλόδοξου και ανήσυχου πολιτικού διανοούμενου της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας. Το πολιτικό του μανιφέστο του 1949, δημοσιευμένο στο πλαίσιο του νεοσύστατου πολιτικού σχήματος «Τρίτη Κατάστασις», αποτελεί σήμερα πολύτιμο τεκμήριο των ιδεολογικών ζυμώσεων της εποχής και της προσωπικής του προσπάθειας να εισαγάγει έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο στο ταραγμένο μεταπολεμικό περιβάλλον.


Ο Βαμβέτσος γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1890. Μετά την ολοκλήρωση των νομικών σπουδών του στην Αθήνα, συνέχισε ακαδημαϊκή κατάρτιση στη Γερμανία (Βερολίνο, Μόναχο, Λειψία), ακολουθώντας μια πορεία σπάνια για τους Έλληνες νομικούς της εποχής. Επέστρεψε στην Ελλάδα όπου άσκησε ενεργά τη δικηγορία και απέκτησε φήμη ως ένας από τους πλέον καταρτισμένους νομικούς της Θεσσαλίας. Συμμετείχε σε νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες και είχε έντονη ενασχόληση με ζητήματα θεσμών και συνταγματικού δικαίου.

Η πολιτική του δράση κορυφώθηκε με την εκλογή του στη Βουλή των Ελλήνων το 1932 και το 1936 με το Λαϊκό Κόμμα. Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής του θητείας υποστήριξε μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις, ενώ διακρίθηκε για τον τεχνοκρατικό και θεσμικό χαρακτήρα του λόγου του. Η μεταπολεμική συγκυρία τον οδήγησε σε νέα προσπάθεια πολιτικής επανεμφάνισης με το κόμμα που ονόμασε «Τρίτη Κατάστασις», μέσω του οποίου επιδίωξε να διατυπώσει μια υπερκομματική πρόταση για την πολιτειακή και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας.

Παρά τον πλούτο των ιδεών του, οι εκλογικές του προσπάθειες δεν απέδωσαν και η πολιτική του διαδρομή ολοκληρώθηκε χωρίς νέα εκλογή. Μετά το 1950 αποσύρθηκε σταδιακά από τη δημόσια ζωή. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1971.

Η δημοσίευση του παρόντος πολιτικού μανιφέστου του 1949 έχει στόχο να καταστήσει προσβάσιμο στους ερευνητές, ιστορικούς, πολιτικούς επιστήμονες και κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη ένα κείμενο ιδιαιτέρως σημαντικό για την κατανόηση του μεταπολεμικού πολιτικού λόγου στην Ελλάδα. Το μανιφέστο αυτό αποτελεί όχι μόνο ντοκουμέντο της προσωπικής ιδεολογικής ταυτότητας του Αλέξανδρου Βαμβέτσου, αλλά και καθρέφτη των προσπαθειών διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων να προτείνουν νέους προσανατολισμούς σε μια περίοδο εθνικής κρίσης, εμφυλιακής πόλωσης και κοινωνικής ανασυγκρότησης.

Με την ανάρτηση αυτού του υλικού επιδιώκεται η διάσωση, ανάδειξη και αξιοποίηση πρωτογενών πηγών που μπορούν να συμβάλουν σε μια πιο πολυδιάστατη κατανόηση της πολιτικής ιστορίας του 20ού αιώνα.


 

 

 

«Μάνος Ρούσσος – Το Θέατρο στην Ελλάδα Πίσω απ’ την Αυλαία».

 Δημοσίευμα σε μορφή τυπωμένης μπροσούρας, με πεζό κείμενο και ποιήματα, όπου ο Ρούσσος ασκεί ονειρική αλλά αιχμηρή κριτική στο ελληνικό θέατρο και συνδέει τη σκηνή με ηθικά και θρησκευτικά ερωτήματα.

 Το Θέατρο στην Ελλάδα Πίσω απ’ την Αυλαία

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν (1864–1947):Ο πρώτος Μουτασαρρίφης της Δεδέαγατς και η απαρχή μιας μεγάλης διοικητικής διαδρομής.

 Ο Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν (1864–1947) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννημένος στη Νίγδη της Καππαδοκίας σε οικογένεια με παράδοση στη δημόσια διοίκηση, ανέπτυξε από νωρίς δεξιότητες στη γραφή, την αρχειοθέτηση και τη διοικητική οργάνωση. Η νεανική του πορεία σε υπηρεσίες της Ισπάρτα, της Αττάλειας και της Νίγδης του παρείχε την πρακτική εμπειρία που θα τον καθόριζε ως ικανό και οργανωμένο γραφειοκράτη.

Το 1882 ο βαλή Μεχμέτ Σαΐτ Πασάς τον κάλεσε στην Κόνια, όπου συνδύασε την υπηρεσία με τη λογοτεχνική δημιουργία, δημοσιεύοντας ποιήματα και άρθρα, και συνδέθηκε με σημαντικούς λογοτέχνες, όπως ο Χαλίτ Ζιγιά Ουσάκλιγκιλ. Ακολούθησαν θέσεις σε Κασταμονή, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, που ενίσχυσαν τη διοικητική και πολιτική του εμπειρία.


Η πρώτη σημαντική καμπή στην καριέρα του ήρθε το 1896, όταν διορίστηκε Μουτασαρρίφης της Δεδέαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Η θέση αυτή αποτέλεσε την πρώτη υψηλή και καθοριστική διοικητική ευθύνη που ανέλαβε. Στη Δεδέαγατς, ο Τεπεϊράν δεν περιορίστηκε σε τυπικά διοικητικά καθήκοντα· ανέλαβε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης. Υπό την επίβλεψή του δημιουργήθηκαν υποδομές που ακόμα σήμερα αποτελούν κεντρικά στοιχεία της αστικής οργάνωσης: την μεταφορά του νερού στην πόλη, το πάρκο εθνικής αντίστασης, το κτήριο που στεγάζει τα σημερινά δικαστήρια, το κτήριο που στεγάζει σήμερα τον πρώτο παιδικό σταθμό, το νοσοκομείο, το ταχυδρομείο, καθώς και βασικές εργασιακές  ρυθμίσεις στο λιμάνι, οι οποίες οργάνωσαν την εμπορική κίνηση της πόλης και επέβαλαν την χρήση αχθοφόρων -να έχουν μεροκάματο οι φτωχοί εργάτες- για τη μεταφορά εμπορευμάτων αντί ιδιωτικών συνεργείων που είχαν οι έμποροι - πρόξενοι.

Η θητεία του στη Δεδέαγατς ήταν ουσιαστικά η απαρχή μιας ευρύτερης ανοδικής πορείας σε κρίσιμες διοικητικές θέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπηρέτησε ως Βαλής σε στρατηγικές επαρχίες όπως η Μοσούλη, το Μοναστήρι, η Βαγδάτη, η Σεβάστεια, η Άγκυρα και η Προύσα, καθώς και στις ευαίσθητες διοικήσεις της Χετζάζης, της Βηρυτού και του Χαλεπίου. Τιμήθηκε με τον τίτλο «Μπέη» και το Οθωμανικό Τάγμα Β΄ Τάξεως.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπισε πολιτικές κατηγορίες, απομακρύνθηκε από τη θέση του βαλή Προύσας και δικάστηκε από στρατοδικείο, όπου τελικά αθωώθηκε. Μετά το 1921 επανήλθε στη διοίκηση και υπηρέτησε στις επαρχίες Τραπεζούντας και Σεβάστειας. Στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση εκλέχθηκε βουλευτής Νίγδης για δύο περιόδους (1923–1927 και 1939–1941). Παράλληλα, συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα, αφήνοντας πίσω ένα πλούσιο έργο σε ποίηση, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ιστορικές μαρτυρίες.

Η ιστορική σημασία του Τεπεϊράν για την Αλεξανδρούπολη είναι καθοριστική. Ως πρώτος Μουτασαρρίφης, υπήρξε ο άνθρωπος που καθόρισε τον πολεοδομικό και διοικητικό χαρακτήρα της πόλης. Τα έργα υποδομής που δημιούργησε, κυρίως τα δημόσια κτήρια που στεγάζουν σήμερα δικαστήρια και παιδικό σταθμό, το ταχυδρομείο και το νοσοκομείο, καθώς και οι οργανωτικές πρωτοβουλίες στο λιμάνι, έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης Αλεξανδρούπολης και αποτελούν μνημεία της δημόσιας διοίκησης και της ιστορικής μνήμης. Η παρουσία του στην πόλη δεν υπήρξε μόνο σταθμός στη βιογραφία του,  υπήρξε η απαρχή μιας διαδρομής που τον οδήγησε σε κορυφαίες θέσεις διοίκησης, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία και την αστική ανάπτυξη της πόλης.

Ο Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν απεβίωσε το 1947 στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή που συνδέει την Οθωμανική παράδοση με την τουρκική νεωτερικότητα και τη διαμόρφωση της Αλεξανδρούπολης ως οργανωμένης και ζωντανής πόλης.

Δ.Μ.