Σεπτέμβριος 1941.
Το Διδυμότειχο, ακριτική πόλη στον βορειοανατολικό φρουρό της Ελλάδας, σπαρταρά σιωπηλά κάτω από τη βαριά σκιά της ναζιστικής κατοχής. Οι λιγοστοί δρόμοι έχουν ερημώσει. Τα βλέμματα είναι σκυθρωπά και ο φόβος αιωρείται σαν πυκνή ομίχλη — σιωπηλός αλλά πανταχού παρών.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, ένας νεαρός άνδρας, ο Δημήτρης, λαμβάνει διαταγή επιστράτευσης – διευκρινίζεται ότι το φθινόπωρο του 1941 ξεκίνησαν αναγκαστικές μετακινήσεις ανδρών για καταναγκαστικά έργα (π.χ. σιδηροδρομικά δίκτυα, οχυρωματικά έργα), υπό το πρόσχημα «επιστράτευσης». Επομένως, δεν πρόκειται για στρατιωτική επιστράτευση, αλλά καταναγκαστική εργασία.
Όμως αυτή η εντολή δεν σημαίνει απλώς μετάβαση· σημαίνει ξεριζωμό, αποχωρισμό και μια αβέβαιη πορεία στο άγνωστο. Χωρίς οικονομικά μέσα, αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα μετακίνησης. Η ανάγκη τον φέρνει στην πόρτα του Νισσήμ, ενός εμπόρου με φήμη και επιρροή στην τοπική κοινωνία.
Σε μια πράξη εμπιστοσύνης — και απελπισίας — ο Δημήτρης του παραδίδει οικογενειακά χρυσά κειμήλια, ανεκτίμητης συναισθηματικής και υλικής αξίας, εκτιμώμενης στα 60.000 δραχμές. Αντάλλαγμα; Ένα χιλιάδραχμο — όσο χρειαζόταν για να φτάσει στον προορισμό του. Η συμφωνία ήταν ρητή: με την επιστροφή του, θα επέστρεφε το ποσό με τόκο και θα παραλάμβανε πίσω τα κειμήλια.
Έναν χρόνο αργότερα.
Ο Δημήτρης επιστρέφει. Όχι πια ο ίδιος άνθρωπος. Η επιστράτευση, ο πόλεμος, η πείνα, η απώλεια του έχουν πάρει τη φωνή της νιότης. Κρατά όμως ακόμη έναν σκοπό: να τηρήσει τον λόγο του και να ξαναπάρει τα ιερά του οικογενειακά ενθύμια.
Αναζητά τον Νισσήμ. Του προσφέρει το συμφωνηθέν ποσό και ζητά πίσω τα κειμήλια. Μα βρίσκει απέναντί του σιωπές, υπεκφυγές και δικαιολογίες. Ο έμπορος αποφεύγει να τηρήσει τη συμφωνία — η πρόθεσή του γίνεται ολοένα και πιο φανερή: δεν σκοπεύει να επιστρέψει τίποτα.
Ο Δημήτρης, προδομένος, αποφασίζει να μην σιωπήσει. Μέσα σε καθεστώς κατοχής, με θεσμούς αλλοιωμένους, προσφεύγει στη δικαιοσύνη. Και, κόντρα στις πιθανότητες, η υπόθεση φτάνει στο ακροατήριο. Το δικαστήριο καταδικάζει ερήμην τον Νισσήμ σε δύο έτη φυλάκισης και τον υποχρεώνει να επιστρέψει τα πολύτιμα αντικείμενα. Όμως ο Νισσήμ δεν εμφανίζεται ποτέ — όπως αποκαλύπτεται αργότερα, βρισκόταν κρατούμενος στις φυλακές Θεσσαλονίκης για παρόμοια αδικήματα.
Όταν αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Διδυμότειχο, ασκεί έφεση κατά της απόφασης. Όμως και πάλι δεν προσέρχεται στο δικαστήριο. Η απόφαση επικυρώνεται, μα για τον Δημήτρη η δικαίωση μένει μόνο στα χαρτιά. Τα κειμήλια χάθηκαν — ίσως για πάντα.
Κατά τραγική ειρωνεία, η τελευταία εξαφάνιση του Νισσήμ συμπίπτει με τις μαζικές εκτοπίσεις από τις ναζιστικές δυνάμεις: Ρομά, Εβραίοι, πολιτικοί αντίπαλοι, κομμουνιστές — όλοι οδηγούνται σε στρατόπεδα ή επιχειρούν να διαφύγουν μέσω Τουρκίας.
Σύμφωνα με το ως άνω ιστορικό τεκμήριο που βρέθηκε στο αρχείο του δικηγόρου Γρηγόρη Χρυσοστόμου (φάκελος), φαίνεται πως ο Δημήτρης συνέχισε και μετά τον πόλεμο την αναζήτηση της δικαίωσής του. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι το επώνυμο του ονόματος «Νισσήμ» συναντάται και σε μεταγενέστερα, μεταπολεμικά αρχεία, υποδηλώνοντας πως είτε ο ίδιος είτε κάποιο μέλος της οικογένειάς του επιβίωσε της ναζιστικής θηριωδίας.
Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ο Δημήτρης δικαιώθηκε ή αν έμεινε με ένα κομμάτι χαρτί για να του θυμίζει την προδοσία.
Η ιστορία του Δημήτρη δεν είναι μεμονωμένη. Είναι ένα παράθυρο όμως στην καθημερινή τραγωδία που βίωσαν χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα της Κατοχής. Μια υπενθύμιση πως, μέσα στο σκοτάδι, υπήρξαν και πράξεις προδοσίας, αλλά και αγώνα για δικαιοσύνη. Και πως κάποια χρέη, ακόμη κι αν δεν ξεπληρωθούν ποτέ, μένουν να βαραίνουν την Ιστορία.
Ο φάκελος περιλαμβάνει τα αυθεντικά αντίγραφα εγγράφων της εποχής — όπως συνήθιζαν τότε να βγαίνουν τα αντίγραφα.
Αρχειακή Τοποθέτηση: Στο ράφι – Υπό ψηφιοποίηση.
Πηγή φωτογραφίας: Ιστολόγιο «Νεότερη Ελληνική Ιστορία», ανάρτηση με τίτλο «Η Θράκη κατά την Κατοχή, 1941–1944» – https://sitalkisking.blogspot.com/2014/04/1941-44.html