Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

o khryx ths thrakis-1961-05-14-fyllo-352

 Τίτλος Εφημερίδας:
Κ Κήρυξ της Θράκης

Υπότιτλος / Περιγραφή:
Πανθρακική Εφημερίς  εν Αλεξανδρούπολει

Ημερομηνία Έκδοσης:
Κυριακή, 14 Μαϊου 1961

Πόλη Έκδοσης:

Αλεξανδρούπολη

Αριθμός Φύλλου:

352

Αρχειακή Τοποθέτηση: Ψηφιακό Αρχείο, o khryx ths thrakis-1961-05-14-fyllo-352

Επιλεγμένα Άρθρα / Πρωτοσέλιδα Θέματα:

1.        Περιωρίσθη η καλλιέργεια σίτου & Ηυξήθη η παραγωγή βάμβακος

2.        Συνετελεσθησαν Πρόεδροι εις τον τομέα της Οδοποιίας & Αντιπλημμυρικών Έργων – Το Έργον Έβρου Θα Προστατεύση 250000 Στρ.

3.        Ο Γεώργιος Βιζυηνός & το Ποιητικό του Έργο – Περικλής Παπαχριστοδούλου

4.        Καταχωρίσεις Διαφημίσεων:

Μ. Μαυρομάτης

Ι. Τερζής

Γ. Ψύλλας

 

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Διδυμότειχο, 1941: Η Υπόθεση Δημήτρη–Νισσήμ μέσα από το Αρχείο Χρυσοστόμου.

 Σεπτέμβριος 1941.
Το Διδυμότειχο, ακριτική πόλη στον βορειοανατολικό φρουρό της Ελλάδας, σπαρταρά σιωπηλά κάτω από τη βαριά σκιά της ναζιστικής κατοχής. Οι λιγοστοί δρόμοι έχουν ερημώσει. Τα βλέμματα είναι σκυθρωπά και ο φόβος αιωρείται σαν πυκνή ομίχλη — σιωπηλός αλλά πανταχού παρών.


Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, ένας νεαρός άνδρας, ο Δημήτρης, λαμβάνει διαταγή επιστράτευσης – διευκρινίζεται ότι το φθινόπωρο του 1941 ξεκίνησαν αναγκαστικές μετακινήσεις ανδρών για καταναγκαστικά έργα (π.χ. σιδηροδρομικά δίκτυα, οχυρωματικά έργα), υπό το πρόσχημα «επιστράτευσης». Επομένως, δεν πρόκειται για στρατιωτική επιστράτευση, αλλά καταναγκαστική εργασία.
Όμως αυτή η εντολή δεν σημαίνει απλώς μετάβαση· σημαίνει ξεριζωμό, αποχωρισμό και μια αβέβαιη πορεία στο άγνωστο. Χωρίς οικονομικά μέσα, αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα μετακίνησης. Η ανάγκη τον φέρνει στην πόρτα του Νισσήμ, ενός εμπόρου με φήμη και επιρροή στην τοπική κοινωνία.

Σε μια πράξη εμπιστοσύνης — και απελπισίας — ο Δημήτρης του παραδίδει οικογενειακά χρυσά κειμήλια, ανεκτίμητης συναισθηματικής και υλικής αξίας, εκτιμώμενης στα 60.000 δραχμές. Αντάλλαγμα; Ένα χιλιάδραχμο — όσο χρειαζόταν για να φτάσει στον προορισμό του. Η συμφωνία ήταν ρητή: με την επιστροφή του, θα επέστρεφε το ποσό με τόκο και θα παραλάμβανε πίσω τα κειμήλια.

Έναν χρόνο αργότερα.
Ο Δημήτρης επιστρέφει. Όχι πια ο ίδιος άνθρωπος. Η επιστράτευση, ο πόλεμος, η πείνα, η απώλεια του έχουν πάρει τη φωνή της νιότης. Κρατά όμως ακόμη έναν σκοπό: να τηρήσει τον λόγο του και να ξαναπάρει τα ιερά του οικογενειακά ενθύμια.

Αναζητά τον Νισσήμ. Του προσφέρει το συμφωνηθέν ποσό και ζητά πίσω τα κειμήλια. Μα βρίσκει απέναντί του σιωπές, υπεκφυγές και δικαιολογίες. Ο έμπορος αποφεύγει να τηρήσει τη συμφωνία — η πρόθεσή του γίνεται ολοένα και πιο φανερή: δεν σκοπεύει να επιστρέψει τίποτα.

Ο Δημήτρης, προδομένος, αποφασίζει να μην σιωπήσει. Μέσα σε καθεστώς κατοχής, με θεσμούς αλλοιωμένους, προσφεύγει στη δικαιοσύνη. Και, κόντρα στις πιθανότητες, η υπόθεση φτάνει στο ακροατήριο. Το δικαστήριο καταδικάζει ερήμην τον Νισσήμ σε δύο έτη φυλάκισης και τον υποχρεώνει να επιστρέψει τα πολύτιμα αντικείμενα. Όμως ο Νισσήμ δεν εμφανίζεται ποτέ — όπως αποκαλύπτεται αργότερα, βρισκόταν κρατούμενος στις φυλακές Θεσσαλονίκης για παρόμοια αδικήματα.

Όταν αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Διδυμότειχο, ασκεί έφεση κατά της απόφασης. Όμως και πάλι δεν προσέρχεται στο δικαστήριο. Η απόφαση επικυρώνεται, μα για τον Δημήτρη η δικαίωση μένει μόνο στα χαρτιά. Τα κειμήλια χάθηκαν — ίσως για πάντα.

Κατά τραγική ειρωνεία, η τελευταία εξαφάνιση του Νισσήμ συμπίπτει με τις μαζικές εκτοπίσεις από τις ναζιστικές δυνάμεις: Ρομά, Εβραίοι, πολιτικοί αντίπαλοι, κομμουνιστές — όλοι οδηγούνται σε στρατόπεδα ή επιχειρούν να διαφύγουν μέσω Τουρκίας.

Σύμφωνα με το ως άνω ιστορικό τεκμήριο που βρέθηκε στο αρχείο του δικηγόρου Γρηγόρη Χρυσοστόμου (φάκελος), φαίνεται πως ο Δημήτρης συνέχισε και μετά τον πόλεμο την αναζήτηση της δικαίωσής του. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι το επώνυμο του ονόματος «Νισσήμ» συναντάται και σε μεταγενέστερα, μεταπολεμικά αρχεία, υποδηλώνοντας πως είτε ο ίδιος είτε κάποιο μέλος της οικογένειάς του επιβίωσε της ναζιστικής θηριωδίας.

Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ο Δημήτρης δικαιώθηκε ή αν έμεινε με ένα κομμάτι χαρτί για να του θυμίζει την προδοσία.
Η ιστορία του Δημήτρη δεν είναι μεμονωμένη. Είναι ένα παράθυρο όμως στην καθημερινή τραγωδία που βίωσαν χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα της Κατοχής. Μια υπενθύμιση πως, μέσα στο σκοτάδι, υπήρξαν και πράξεις προδοσίας, αλλά και αγώνα για δικαιοσύνη. Και πως κάποια χρέη, ακόμη κι αν δεν ξεπληρωθούν ποτέ, μένουν να βαραίνουν την Ιστορία.

Ο φάκελος περιλαμβάνει τα αυθεντικά αντίγραφα εγγράφων της εποχής — όπως συνήθιζαν τότε να βγαίνουν τα αντίγραφα.

 Αρχειακή Τοποθέτηση: Στο ράφι – Υπό ψηφιοποίηση.

Πηγή φωτογραφίας: Ιστολόγιο «Νεότερη Ελληνική Ιστορία», ανάρτηση με τίτλο «Η Θράκη κατά την Κατοχή, 1941–1944» – https://sitalkisking.blogspot.com/2014/04/1941-44.html  

 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Ορεστιάδα, 6 Μαρτίου 1942: Ένα περιστατικό στη σκιά της Κατοχής και της παραβατικότητας

 Στις 6 Μαρτίου 1942, στην υπό γερμανική κατοχή Ορεστιάδα, σημειώνεται ένα περιστατικό που αναδεικνύει τόσο το τεταμένο πολιτικοκοινωνικό κλίμα όσο και τον ρόλο των τοπικών αρχών στον έλεγχο της δημόσιας τάξης. Ο Σταθμάρχης Ορεστιάδας προχωρά στη σύλληψη ενός άνδρα, στην κατοχή του οποίου βρέθηκε ένα περίστροφο και τέσσερις σφαίρες.

Το άτομο αυτό περιγράφεται από τον Σταθμάρχη ως «το μόνο εξτρεμιστικό και αναρχικό στοιχείο του χωριού», ενώ σημειώνει ότι με τις ενέργειές του διαταράσσει την ησυχία και τη γαλήνη της τοπικής κοινωνίας. Στο έγγραφό του προς τις κεντρικές ελληνικές αρχές του Διδυμοτείχου, ζητά όχι μόνο τη μεταγωγή του συλληφθέντος αλλά και την ενημέρωση των γερμανικών αρχών ώστε να του επιβληθούν οι ανάλογες ποινές. Η επισήμανση αυτή φανερώνει την εξάρτηση των τοπικών διοικητικών δομών από τις κατοχικές αρχές και τη στενή συνεργασία με τον κατακτητή για την επιβολή της τάξης.

Όμως αυτό το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο, ούτε ανεξάρτητο από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η περιοχή του Έβρου, όπως και πολλές άλλες γωνιές της κατεχόμενης Ελλάδας, αντιμετώπιζε έντονα φαινόμενα παραβατικότητας. Το γενικό αίσθημα ανασφάλειας ενισχυόταν από την έξαρση της μαύρης αγοράς, το λαθρεμπόριο, τις κλοπές, τις ληστείες και τους εκφοβισμούς που έπλητταν τον ήδη ταλαιπωρημένο πληθυσμό. Ο έλεγχος των συνόρων ήταν περιορισμένος και πολλές φορές οι τοπικές αρχές αδυνατούσαν να επιβάλουν την τάξη χωρίς τη βοήθεια των κατοχικών δυνάμεων.

Η κοινωνική αποδιοργάνωση της εποχής και η εξαθλίωση από την πείνα και την ανέχεια, ωθούσαν πολλούς σε παραβατικές συμπεριφορές ως μέσο επιβίωσης. Παράλληλα, τα πιο ισχυρά ή οργανωμένα άτομα εκμεταλλεύονταν την αστάθεια για ίδιον όφελος, διαμορφώνοντας ένα κλίμα φόβου και ανασφάλειας.

Το περιστατικό του Μαρτίου 1942, λοιπόν, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο μιας εποχής όπου ο νόμος, η τάξη και η ηθική έδιναν συχνά τη θέση τους στη βία, τον έλεγχο και την ανάγκη για επιβίωση, ενώ η κρατική εξουσία—πραγματική ή συνεργαζόμενη—αντιμετώπιζε την κοινωνία άλλοτε ως διαχειρίσιμη, και άλλοτε ως απειλή.

Το Ρολόι του Διδυμοτείχου και ένα Ξεχασμένο Έγγραφο του 1935

 Ένα σπάνιο διοικητικό έγγραφο του Δήμου Διδυμοτείχου, με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1935, ήρθε πρόσφατα στο φως. Ο δημαρχιακός κλητήρας, εκτελώντας διαταγή του Δημάρχου, τοιχοκόλλησε δημόσια – παρουσία μαρτύρων – την υπ’ αριθμ. 251 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής για τη διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού, με σκοπό την ανάδειξη εργολάβου συντήρησης του ωρολογίου της πόλης για το έτος 1935–1936.

Το περιεχόμενο του εγγράφου οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι αφορά το γνωστό ρολόι που δεσπόζει μέχρι σήμερα μπροστά στην είσοδο του κάστρου, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του Διδυμοτείχου.

Πρόκειται για λιθόκτιστο δημόσιο οικοδόμημα, με ισοδομική λιθοδομή και καλολαξευμένες πέτρες στο κάτω μέρος, που αποτελεί το αρχικό τμήμα. Το ανώτερο, μεταγενέστερο κομμάτι αντικατέστησε μια παλαιότερη κατασκευή: θόλος πάνω σε τέσσερις πεσσίσκους, με τον κώδωνα του ρολογιού στο κέντρο.

Σύμφωνα με την παράδοση, το πρώτο ρολόι ήταν τοποθετημένο σε ξύλινο πύργο χαμηλότερης θέσης, ο οποίος κάηκε το 1854. Το σημερινό οικοδόμημα ανεγέρθηκε το 1869, εξ ολοκλήρου από πέτρα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προφορική μαρτυρία του αφηγητή Sayger, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος μηχανισμός του ρολογιού δωρήθηκε από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο ΙΒ’.

Το μικρό αυτό έγγραφο του 1935, αν και τυπικό στη μορφή του, αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο για τη διοικητική φροντίδα και τη σημασία που απέδιδε η πόλη σε ένα μνημείο-σύμβολο. Το ρολόι του Διδυμοτείχου δεν μετρούσε μόνο τον χρόνο, αλλά και την ιστορική συνέχεια του τόπου.