Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν (1864–1947):Ο πρώτος Μουτασαρρίφης της Δεδέαγατς και η απαρχή μιας μεγάλης διοικητικής διαδρομής.

 Ο Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν (1864–1947) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννημένος στη Νίγδη της Καππαδοκίας σε οικογένεια με παράδοση στη δημόσια διοίκηση, ανέπτυξε από νωρίς δεξιότητες στη γραφή, την αρχειοθέτηση και τη διοικητική οργάνωση. Η νεανική του πορεία σε υπηρεσίες της Ισπάρτα, της Αττάλειας και της Νίγδης του παρείχε την πρακτική εμπειρία που θα τον καθόριζε ως ικανό και οργανωμένο γραφειοκράτη.

Το 1882 ο βαλή Μεχμέτ Σαΐτ Πασάς τον κάλεσε στην Κόνια, όπου συνδύασε την υπηρεσία με τη λογοτεχνική δημιουργία, δημοσιεύοντας ποιήματα και άρθρα, και συνδέθηκε με σημαντικούς λογοτέχνες, όπως ο Χαλίτ Ζιγιά Ουσάκλιγκιλ. Ακολούθησαν θέσεις σε Κασταμονή, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, που ενίσχυσαν τη διοικητική και πολιτική του εμπειρία.


Η πρώτη σημαντική καμπή στην καριέρα του ήρθε το 1896, όταν διορίστηκε Μουτασαρρίφης της Δεδέαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Η θέση αυτή αποτέλεσε την πρώτη υψηλή και καθοριστική διοικητική ευθύνη που ανέλαβε. Στη Δεδέαγατς, ο Τεπεϊράν δεν περιορίστηκε σε τυπικά διοικητικά καθήκοντα· ανέλαβε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης. Υπό την επίβλεψή του δημιουργήθηκαν υποδομές που ακόμα σήμερα αποτελούν κεντρικά στοιχεία της αστικής οργάνωσης: την μεταφορά του νερού στην πόλη, το πάρκο εθνικής αντίστασης, το κτήριο που στεγάζει τα σημερινά δικαστήρια, το κτήριο που στεγάζει σήμερα τον πρώτο παιδικό σταθμό, το νοσοκομείο, το ταχυδρομείο, καθώς και βασικές εργασιακές  ρυθμίσεις στο λιμάνι, οι οποίες οργάνωσαν την εμπορική κίνηση της πόλης και επέβαλαν την χρήση αχθοφόρων -να έχουν μεροκάματο οι φτωχοί εργάτες- για τη μεταφορά εμπορευμάτων αντί ιδιωτικών συνεργείων που είχαν οι έμποροι - πρόξενοι.

Η θητεία του στη Δεδέαγατς ήταν ουσιαστικά η απαρχή μιας ευρύτερης ανοδικής πορείας σε κρίσιμες διοικητικές θέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπηρέτησε ως Βαλής σε στρατηγικές επαρχίες όπως η Μοσούλη, το Μοναστήρι, η Βαγδάτη, η Σεβάστεια, η Άγκυρα και η Προύσα, καθώς και στις ευαίσθητες διοικήσεις της Χετζάζης, της Βηρυτού και του Χαλεπίου. Τιμήθηκε με τον τίτλο «Μπέη» και το Οθωμανικό Τάγμα Β΄ Τάξεως.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπισε πολιτικές κατηγορίες, απομακρύνθηκε από τη θέση του βαλή Προύσας και δικάστηκε από στρατοδικείο, όπου τελικά αθωώθηκε. Μετά το 1921 επανήλθε στη διοίκηση και υπηρέτησε στις επαρχίες Τραπεζούντας και Σεβάστειας. Στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση εκλέχθηκε βουλευτής Νίγδης για δύο περιόδους (1923–1927 και 1939–1941). Παράλληλα, συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα, αφήνοντας πίσω ένα πλούσιο έργο σε ποίηση, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ιστορικές μαρτυρίες.

Η ιστορική σημασία του Τεπεϊράν για την Αλεξανδρούπολη είναι καθοριστική. Ως πρώτος Μουτασαρρίφης, υπήρξε ο άνθρωπος που καθόρισε τον πολεοδομικό και διοικητικό χαρακτήρα της πόλης. Τα έργα υποδομής που δημιούργησε, κυρίως τα δημόσια κτήρια που στεγάζουν σήμερα δικαστήρια και παιδικό σταθμό, το ταχυδρομείο και το νοσοκομείο, καθώς και οι οργανωτικές πρωτοβουλίες στο λιμάνι, έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης Αλεξανδρούπολης και αποτελούν μνημεία της δημόσιας διοίκησης και της ιστορικής μνήμης. Η παρουσία του στην πόλη δεν υπήρξε μόνο σταθμός στη βιογραφία του,  υπήρξε η απαρχή μιας διαδρομής που τον οδήγησε σε κορυφαίες θέσεις διοίκησης, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία και την αστική ανάπτυξη της πόλης.

Ο Εμπουμπεκίρ Χαζίμ Τεπεϊράν απεβίωσε το 1947 στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή που συνδέει την Οθωμανική παράδοση με την τουρκική νεωτερικότητα και τη διαμόρφωση της Αλεξανδρούπολης ως οργανωμένης και ζωντανής πόλης.

Δ.Μ. 


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Ένα γράμμα από το 1948: Η φωνή του Γιώργου Κατσιπόδη προς τον Υπουργό Γρηγόρη Χρυσοστόμου

 Στο τέλος του 1948, μια εποχή όπου η Ελλάδα προσπαθούσε ακόμη να σταθεί όρθια μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, χιλιάδες παιδιά βρέθηκαν σε ιδρύματα, μακριά από το σπίτι τους και συχνά χωρισμένα από τα αδέλφια τους. Η παιδική προστασία ήταν ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτημα, και τα ιδρύματα λειτουργούσαν συχνά κάτω από δύσκολες συνθήκες.


Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ένα αγόρι, ο Γιώργος Κατσιπόδης, ένα από τα έξι αδέλφια που φιλοξενούνταν στο ίδρυμα Αμαρουσίου, γράφει ένα συγκινητικό γράμμα προς τον Υπουργό Ναυτιλίας  της εποχής, Γρηγόρη Χρυσοστόμου. Ο Υπουργός είχε επισκεφθεί προσωπικά τα παιδιά και, θέλοντας να δείξει ενδιαφέρον και στήριξη, τους είχε δώσει την προσωπική του κάρτα επικοινωνίας, λέγοντάς τους πως μπορούν να του γράψουν όποτε χρειαστούν κάτι.

Ωστόσο, στα ιδρύματα της περιόδου εκείνης, η αλληλογραφία δεν επιτρεπόταν. Η δυνατότητα να επικοινωνήσουν τα παιδιά με τον έξω κόσμο ήταν περιορισμένη, σχεδόν ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, ο μικρός Γιώργος κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια και να στείλει το γράμμα του κρυφά.

Στις 29 Νοεμβρίου 1948, γράφει στον Υπουργό με απλότητα, αγωνία, αλλά και ελπίδα. Του εξηγεί πως εκείνος και τα αδέλφια του μετακινήθηκαν από ίδρυμα σε ίδρυμα, πώς χωρίστηκαν — κάποια στον Πειραιά, εκείνος στο Μαρούσι — και πως «έπαθαν ατύχημα», χωρίς να το αναλύει, όπως θα έκανε ένα παιδί που δεν έχει τα λόγια αλλά έχει το βάρος της εμπειρίας.

Ο Γιώργος βάζει μέσα στο γράμμα και μια φωτογραφία των έξι αδελφιών, σημειώνοντας με παιδική τρυφερότητα:

«Όταν θα έχω χρήματα, θα σας στείλω καλύτερη φωτογραφία».

Μια φράση που φανερώνει όχι μόνο τη φτώχεια της εποχής, αλλά και την αθωότητα, τη φιλοτιμία και τη λαχτάρα του παιδιού να παρουσιαστεί "όπως πρέπει" στον άνθρωπο που πίστευε πως ίσως θα μπορούσε να τους βοηθήσει.

Το γράμμα αυτό αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό τεκμήριο στο ψηφιακό αρχείο του Υπουργού Γρηγόρη Χρυσοστόμου — μια αυθεντική μαρτυρία μιας εποχής δύσκολης, αλλά και μια ζωντανή υπενθύμιση της δύναμης που έχει η ανθρώπινη επαφή.

Η φωνή του Γιώργου Κατσιπόδη, ενός παιδιού που κατάφερε να γράψει παρά τις απαγορεύσεις, δίνει ζωή στη μνήμη όλων εκείνων των παιδιών που μεγάλωσαν σε ιδρύματα, περιμένοντας να ακουστούν.

Ένα μικρό γράμμα — μια μεγάλη ιστορία.





 

Μιχαήλ Δ. Βολονάκης, Αγωγή του Πολίτου μετά πλείστων βελτιώσεων και προσθηκών,1914, 2η Έκδοση

Παιδαγωγικό βοήθημα Αγωγής του Πολίτη Γυμνασίου που απευθύνεται σε διδασκάλους, σπουδάζοντες νέους, αλλά και σε κάθε πολίτη. Αποσκοπεί στην κατανόηση της έννοιας του Δίκαιου και του Πολίτη. Περιλαμβάνει το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1911.

 

 

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος:  Μιχαήλ Δ. Βολονάκης, Αγωγή του Πολίτου μετά πλείστων βελτιώσεων και προσθηκών,1914, 2η Έκδοση

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Όταν ο άνθρωπος ξεχνά ότι είναι άνθρωπος. Η εκτέλεση του ταγματάρχη Παναγιώτη Κολιοβέτα (1946)

Η δολοφονία και ο διαμελισμός του ταγματάρχη Παναγιώτη Κολιοβέτα στις 14 Νοεμβρίου 1946, στη σιδηροδρομική στάση Λιγνιτορυχείων Δρακοπούλου, αποτελεί ένα από τα πιο αποκαλυπτικά επεισόδια της ακραίας βίας που χαρακτήρισε τον ελληνικό εμφύλιο. Το επεισόδιο έγινε ευρύτερα γνωστό μέσα από προφορικές μαρτυρίες ανταρτών και μεταγενέστερες αφηγήσεις, ωστόσο η πρόσφατη ανάδειξη του ψηφιακού αρχείου του Γρηγόρη Χρυσοστόμου έφερε στο φως πρωτογενές υλικό που επιτρέπει την ακριβέστερη ιστορική ανασύνθεση του γεγονότος και την αποδόμηση στρεβλώσεων.


Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αντάρτη Ευάγγελου Κασάπη, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Ο Εμφύλιος στον Έβρο», οι δυνάμεις των ανταρτών σταμάτησαν την αμαξοστοιχία Δράμας–Αλεξανδρούπολης, συνέλαβαν και «εξόντωσαν τον εγκληματία διοικητή Χωροφυλακής Έβρου Παναγιώτη Κολιοβέτα» και προέβησαν σε επίταξη στρατιωτικού ιματισμού. Ο Κασάπης παρουσιάζει τον Κολιοβέτα ως «εγκληματία», επιχειρώντας να αιτιολογήσει εκ των υστέρων τη βία της εκτέλεσης και να εντάξει το γεγονός στο πλαίσιο μιας ηθικής-πολιτικής δικαίωσης. Παράλληλα, η αναφορά του για λεηλασία στρατιωτικών ειδών από το τρένο δημιουργεί την εντύπωση στρατιωτικής επιχείρησης και όχι απλής ληστρικής ενέργειας.

Ωστόσο, η σύγκριση των προφορικών μαρτυριών με τα διοικητικά τεκμήρια αποκαλύπτει σημαντικές αντιφάσεις. Η αφήγηση του καπετάνιου Κρίτωνα, μέλους του αντάρτικου, περιορίζεται σε μια γενική αναφορά περί «εξόντωσης», χωρίς να κάνει μνεία σε πράξεις αγριότητας ή βεβήλωσης του σώματος. Αντιθέτως, η τετρασέλιδη αναφορά του ταγματάρχη Χαράλαμπου Αρβανιτογιάννη προς την Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Θράκης, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1946 και διασωζόμενη στο Αρχείο Χρυσοστόμου, περιγράφει με λεπτομέρειες που δεν αφήνουν περιθώριο παρερμηνειών: ο Κολιοβέτας βρέθηκε αποκεφαλισμένος, γυμνός, με το κεφάλι του ριγμένο σε μεγάλη απόσταση μέσα σε ρεματιά. Η εικόνα αυτή υπερβαίνει κατά πολύ το απλό γεγονός της εκτέλεσης και συνιστά πράξη εξαιρετικής αγριότητας, χαρακτηριστική της κλιμακούμενης βίας της εποχής.


Τα διοικητικά τεκμήρια αντιστρατεύονται επίσης τον ισχυρισμό περί στρατιωτικής λείας. Σύμφωνα με τις αναφορές των σταθμαρχών και των αρμόδιων υπηρεσιών, τα είδη που αφαιρέθηκαν από τα βαγόνια δεν ήταν στρατιωτικά, αλλά εμπορεύματα προοριζόμενα για την αγορά της Αλεξανδρούπολης: υποδήματα, σαπούνια, μπισκότα, καρύδια και βούτυρο. Επιπλέον, εάν πράγματι είχαν κατασχεθεί δεκάδες στρατιωτικές στολές, δεν θα είχε νόημα να βρεθεί ο ταγματάρχης γυμνός, γεγονός που υποδηλώνει πράξη ταπείνωσης και όχι απλή επίταξη.

Η αξιολόγηση της προσωπικότητας και της προϋπηρεσίας του Παναγιώτη Κολιοβέτα ενισχύει περαιτέρω τη διάψευση του χαρακτηρισμού «εγκληματίας». Σύμφωνα με τη μελέτη του Ιωάννη Πριόβολου «Εθνική Αντίσταση και τα Τάγματα Ασφαλείας», ο Κολιοβέτας είχε υπηρετήσει ως ανακριτικός υπάλληλος κατά των δωσιλόγων της Κατοχής, συντάσσοντας αναφορές που ήταν καταπέλτης για συνεργάτες του εχθρού. Ειδικά η αυστηρή αναφορά του προς την προανάκριση του υποστράτηγου Ζυγούρη, στην οποία κατηγορεί ευθέως τον ταγματάρχη Βασίλειο Μητσάκο για τη συμπεριφορά του στην Κατοχή, αποδεικνύει ότι ο Κολιοβέτας δεν συνδεόταν με ακραίες εθνικιστικές ή δωσιλογικές πρακτικές. Αντιθέτως, εμφανίζεται ως αξιωματικός με υψηλό αίσθημα καθήκοντος και πειθαρχίας.

Το γεγονός ότι ο Κολιοβέτας είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή Χωροφυλακής Έβρου μόλις λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία του καθιστά ακόμη πιο αβάσιμη την προσπάθεια κατασκευής ενοχής. Η δήθεν προϋπάρχουσα «εγκληματική» δράση του αποτελεί επομένως περισσότερο ιδεολογικό αφήγημα παρά στοιχείο τεκμηριωμένο από τις πηγές.

Η ανάλυση των διαθέσιμων τεκμηρίων καθιστά αναγκαία τη διάκριση ανάμεσα:
α) στις προφορικές ή αυτοβιογραφικές μαρτυρίες των ανταρτών, οι οποίες συχνά επιτελούν λειτουργίες αυτοδικαίωσης ή ηρωοποίησης,
και
β) στα ανεξάρτητα διοικητικά έγγραφα της εποχής, τα οποία, παρά τις δικές τους ενδεχόμενες μεροληψίες, παραμένουν η πιο αξιόπιστη βάση για την ιστορική ανασύνθεση γεγονότων.

Στην περίπτωση του ταγματάρχη Κολιοβέτα, η εγκυρότητα των πρωτογενών διοικητικών πηγών είναι καθοριστική. Το ψηφιακό Αρχείο του Γρηγόρη Χρυσοστόμου και ειδικότερα η αναφορά Αρβανιτογιάννη αποκαθιστούν όχι μόνο τις συνθήκες της δολοφονίας, αλλά και τη μεταγενέστερη προσπάθεια παραποίησης ή αποσιώπησης της έκτασης της βίας.

Η εκτέλεση, ο αποκεφαλισμός και η βεβήλωση του σώματος του Παναγιώτη Κολιοβέτα δεν αποτελούν προϊόν εικασίας, αλλά διαπιστωμένα γεγονότα. Αναδεικνύουν το τραγικό πρόσωπο του εμφυλίου, όπου η βία ξεπέρασε τα όρια της στρατιωτικής σύγκρουσης και μετατράπηκε σε εργαλείο ταπείνωσης, τρομοκράτησης και συμβολικής εξόντωσης. Η επιστημονική προσέγγιση επιβάλλει επομένως την προτεραιότητα των πρωτογενών τεκμηρίων έναντι των αφηγηματικών αναπαραστάσεων, συμβάλλοντας σε μια ιστορική μνήμη που δεν αναπαράγει μύθους, αλλά στηρίζεται στην τεκμηριωμένη κατανόηση του παρελθόντος.

 Μ.Δ

 Αναφορά Αρβανιτογιάννη

 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Ο Νομάρχης Έβρου και η ολοκλήρωση του αεροδρομίου Αλεξανδρούπολης (1948)


Το χειρόγραφο έγγραφο του Νοεμβρίου 1948, συνταγμένο από τον Νομάρχη Έβρου, αποτελεί ένα διοικητικό τεκμήριο με ιδιαίτερη ιστορική αξία για τη Θράκη. Φωτίζει τις τοπικές διοικητικές συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και τις πολιτικές εντάσεις που επηρέαζαν την εξέλιξη κρίσιμων αναπτυξιακών έργων. Ανάμεσά τους, πρωτεύουσα θέση κατείχε η ολοκλήρωση του αεροδρομίου Αλεξανδρούπολης, έργο με σαφείς αναπτυξιακές και γεωστρατηγικές προεκτάσεις για την περιοχή.

Στο κείμενο αναδεικνύεται η έντονη επιθυμία του Νομάρχη να παραμείνει στη θέση του μέχρι την αποπεράτωση του έργου. Η χαρακτηριστική του δήλωση —«…θέλω να τελειώσω το αεροδρόμιο, διότι νομίζω ότι χωρίς εμένα θα μείνει στη μέση…»— αποτυπώνει ένα μίγμα προσωπικής ευθύνης, αίσθησης καθήκοντος και φόβου ότι ενδεχόμενη αλλαγή στη νομαρχιακή ηγεσία θα επιβράδυνε ή θα έθετε σε κίνδυνο την πρόοδο του έργου. Η φράση αυτή λειτουργεί ως κλειδί για την κατανόηση της διοικητικής πραγματικότητας της εποχής, όπου η συνέχεια των προσώπων συνδεόταν άμεσα με την επιτυχία μεγάλων έργων υποδομής.

Παράλληλα, το έγγραφο αποκαλύπτει το τεταμένο πολιτικό και διοικητικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσε ο Νομάρχης. Ο ίδιος καταγράφει πιέσεις και υπονομευτικές ενέργειες από κύκλους που επιδίωκαν την απομάκρυνσή του, με τον Μητσόπουλο να παρουσιάζεται ως βασικός διακινητής φημών περί επικείμενης αντικατάστασής του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αβεβαιότητας, ο Νομάρχης απευθύνεται στον Γρηγόρη Χρυσοστόμου, Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, καλώντας τον να επισκεφθεί την Αλεξανδρούπολη όπου —όπως αναφέρει— τον περιμένουν πολλοί φίλοι, ανάμεσά τους και ο στενός κοινός τους γνωστός, Τσινταράκης. Η αναφορά αυτή δείχνει την προσπάθεια του Νομάρχη να κινητοποιήσει πολιτικές και προσωπικές σχέσεις για να ενισχύσει τη θέση του.

Πέρα από τις προσωπικές αγωνίες του συντάκτη, το έγγραφο αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη μελέτη των πολιτικών ισορροπιών στη Θράκη του 1948 και ταυτόχρονα αναδεικνύει τη σημασία που αποδόθηκε στην υλοποίηση του αεροδρομίου Αλεξανδρούπολης — ενός έργου που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην τοπική ανάπτυξη και στη στρατηγική σημασία της περιοχής.

Η μαρτυρία αυτή έχει και μια ακόμη σημαντική συνέπεια: υποδεικνύει ότι οι επίσημες πληροφορίες σχετικά με το χρονολόγιο κατασκευής του αεροδρομίου χρήζουν αναθεώρησης. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Κρατικού Αερολιμένα Αλεξανδρούπολης «Δημόκριτος», ο αερολιμένας «στην αρχική του μορφή δημιουργήθηκε το 1944». Ωστόσο, το έγγραφο του 1948 αποδεικνύει ότι η κατασκευή του έργου βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και μάλλον δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τότε, γεγονός που καθιστά αναγκαία την επανεξέταση και επικαιροποίηση των ιστορικών στοιχείων που παρουσιάζονται επισήμως.

Το συγκεκριμένο διοικητικό τεκμήριο, επομένως, δεν προσθέτει μόνο μια νέα ψηφίδα στην τοπική ιστορία, αλλά συμβάλλει και στη διόρθωση ή συμπλήρωση της επίσημης ιστορικής αφήγησης για την ίδρυση και την ολοκλήρωση του αεροδρομίου Αλεξανδρούπολης.

 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Το ρεσιτάλ του Τζων Φάπα και η κοινωνική στήριξη στην Αλεξανδρούπολη: Ένα ιστορικό τεκμήριο του 1949

 Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο από το αρχείο του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Γρηγόρη Χρυσοστόμου, φωτίζει τρεις βασικές πτυχές της δημόσιας ζωής στην Αλεξανδρούπολη τον Ιανουάριο του 1949. Στην επιστολή του προς την Έφορο Οδηγών, Ελένη Φιλιππίδη – γνωστή Ελληνίδα λαογράφος – ο Υπουργός εκφράζει τη στήριξη του Υπουργείου σε μια σημαντική πολιτιστική πρωτοβουλία: το ρεσιτάλ του Τζων Φάπα. Η αναγνώριση της σημασίας της μουσικής εκδήλωσης αποτυπώνει τη μέριμνα της πολιτείας για την ενίσχυση της πολιτιστικής ζωής κατά την δύσκολη μεταπολεμική περίοδο.


Ο Τζων Φάπας – ο οποίος εμφανίζεται λίγα χρόνια αργότερα να δραστηριοποιείται ως σκηνοθέτης σε ταινίες με τη συμμετοχή κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Κώστας Κωνσταντίνου, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης – αποτελεί χαρακτηριστική μορφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής.¹

Παράλληλα, στο ίδιο έγγραφο ο Χρυσοστόμου γνωστοποιεί ότι διέθεσε το ποσό των 3.000.000 δραχμών στον Σύλλογο Κυριών και Δεσποινίδων της πόλης, με σκοπό τη διανομή του σε άπορους κατοίκους ενόψει των εορτών. Η πράξη αυτή τεκμηριώνει την ουσιαστική έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης από πλευράς της πολιτείας προς τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες της περιοχής.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στο παρθενικό ταξίδι του ατμόπλοιου Ανατολή, το οποίο – μετά την ολοκλήρωση των επισκευών του – επρόκειτο να αναχωρήσει για πρώτη φορά για την Αλεξανδρούπολη, παρουσία του ίδιου του Υπουργού. Η αναφορά αυτή αναδεικνύει την προσπάθεια ανασυγκρότησης και επανενεργοποίησης της ναυτιλιακής δραστηριότητας της εποχής, σε ένα πλαίσιο γενικότερων μεταπολεμικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών.

Το σπάνιο αυτό τεκμήριο μαρτυρά την πολυεπίπεδη δράση του Γρηγόρη Χρυσοστόμου, τόσο στον τομέα του πολιτισμού όσο και στην κοινωνική μέριμνα και την τοπική ανάπτυξη, προσφέροντας μια πολύτιμη εικόνα για τη δημόσια ζωή της Αλεξανδρούπολης στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

 

Σημειώσεις

  1. Για τον Τζον Φάπα βλ. Ζαρκαδάκη Βασιλική, Ο Θεατρικός Μάνος Χατζιδάκις: Η συμβολή της μουσικής του στην μεταφορά του σκηνικού κόσμου μέσω των θεατρικών τραγουδιών, Διπλωματική εργασία, ΕΚΠΑ, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Αθήνα 2023, σ. 89 και στο  Πατεράκη Μαρία Ελένη, Η Αθήνα μέσα από το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, Α.Μ. 04105022, Φεβρουάριος 2012, σ. 118.
  2. Για την Ελένη Φιλιππίδη, η οποία υπήρξε  Ελληνίδα λαογράφος και σημαντική τοπική μορφή των πολιτιστικών δραστηριοτήτων της περιόδου, βλ. σχετικές τοπικές αρχειακές και λαογραφικές αναφορές.


     

Η Περιπέτεια ενός Αρχείου: Διάσωση, Τεκμηρίωση και Προοπτικές του Αρχείου Γρηγόρη Χρυσοστόμου.

 Χθες ολοκληρώθηκε η μεταφορά και του τελευταίου μέρους του αρχειακού συνόλου του δικηγόρου και Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Γρηγόρη Χρυσοστόμου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 16.000 πρωτογενή ιστορικά τεκμήρια και, πλέον, αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Η διάσωσή του συνιστά γεγονός μεγάλης ιστοριογραφικής σημασίας, καθώς διασώζεται ένα σπάνιο σύνολο υλικού που καταγράφει πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής και διοικητικής ζωής του τόπου.


Η διατήρηση αυτού του πολύτιμου αρχειακού θησαυρού κατέστη δυνατή χάρη στην υπεύθυνη και υποδειγματική στάση του αείμνηστου δικηγόρου Έβρου Δημητρίου Κιοτσέκογλου, καθώς και του γιου του, Δρ. Αρχαιολογίας Σταύρου Κιοτσέκογλου. Πέρα από τη συγγενική τους σχέση με την οικογένεια Χρυσοστόμου και την προσωπική εκτίμηση προς τον Γρηγόρη Χρυσοστόμου, το επιστημονικό τους υπόβαθρο και η βαθιά τους κατανόηση της ιστορικής αξίας των πηγών υπήρξαν καθοριστικά ώστε το υλικό να μη χαθεί, να μη διασκορπιστεί και να μη καταστραφεί, όπως συχνά συμβαίνει με ιδιωτικά αρχεία.

Ακολούθως, το αρχειακό υλικό γνωστοποιήθηκε στον νόμιμο κληρονόμο και γιο του Γρηγόρη Χρυσοστόμου, Ζαφείρη Χρυσοστόμου, ο οποίος όχι μόνο παρείχε την απαραίτητη άδεια αξιοποίησης, αλλά και προσέφερε επιπλέον υλικό, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο την αρχειακή συλλογή.

Η διάσωση, ταξινόμηση, τεκμηρίωση και αξιοποίηση του αρχείου αποτελούν σήμερα προτεραιότητα, ενώ το υλικό εμπλουτίζεται συνεχώς και με άλλες αρχειακές προσφορές. Η διαδικασία αυτή, όμως, δεν είναι χωρίς δυσκολίες: η αποδελτίωση χιλιάδων εγγράφων, η διασφάλιση των συνθηκών φύλαξης, η τεκμηρίωση του ιστορικού πλαισίου κάθε τεκμηρίου και η ψηφιακή του παρουσίαση απαιτούν χρόνο, γνώση, οργάνωση και συνεχή προσπάθεια.

Στο πλαίσιο της ανάδειξης και της δημόσιας διάχυσης του υλικού, έχει δημιουργηθεί το ιστολόγιο
https://gxrisostomou.blogspot.com/

και η σελίδα στο Facebook
https://www.facebook.com/groups/831518996067399

μέσω των οποίων παρουσιάζονται συστηματικά τεκμήρια ενταγμένα στο ιστορικό τους πλαίσιο— πρακτική πρωτοποριακή για τοπικά και ιδιωτικά αρχεία, που ενισχύει τόσο την ιστορική κατανόηση όσο και τη χρηστική αξία του υλικού.

Ένας από τους πιο φιλόδοξους στόχους της προσπάθειας είναι η δημιουργία Κέντρου Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, το οποίο θα μπορούσε να στεγαστεί στο σπίτι του Γρηγόρη Χρυσοστόμου—έναν χώρο που συνδέεται άμεσα με τη ζωή και τη δράση του και που δικαιωματικά θα έφερε το όνομά του. Ένα τέτοιο κέντρο θα αποτελούσε σημείο αναφοράς για μελλοντικούς ερευνητές και εκπαιδευτικούς, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια της δημόσιας ιστορίας.

Μέχρι τότε, η συνέχιση της διάσωσης, της ταξινόμησης και της επιστημονικής αξιοποίησης του αρχειακού υλικού αποτελεί τη βασική μας προτεραιότητα.

Δημήτρης Μερκούρης
MSc Δημόσια Ιστορία

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

"Η Απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης, η Γαλλική και Ελληνική Σημαία και το Πατριωτικό Όραμα της Θράκης και της Κύπρου—Επετειακός Λόγος Ι. Καρύδη, «Διευθυντή» Νομαρχίας, 14 Μαΐου 1956"

 Το κείμενο του Ι. Καρύδη, «διευθυντή» της Νομαρχίας Αλεξανδρούπολης, αποτελεί μια σπάνια τελετουργική ομιλία–μαρτυρία, η οποία καταγράφει με ζωντανές λεπτομέρειες τα γεγονότα της απελευθέρωσης της πόλης το 1920 και αναδεικνύει τη σημασία τους για την ελληνική Θράκη και τον ευρύτερο ελληνισμό.


Κεντρική θέση στην αφήγηση κατέχει το ιδιότυπο ιστορικό σκηνικό που διαμορφώνεται μετά τις περιόδους βουλγαρικής και οθωμανικής κατοχής: οι Γαλλικές Αρχές είναι οι πρώτες που υψώνουν τη γαλλική σημαία στην Αλεξανδρούπολη, σηματοδοτώντας έμπρακτα τη διεθνή υποστήριξη προς τα ελληνικά δίκαια. Λίγο αργότερα, ο ελληνικός στρατός αναλαμβάνει τη σκυτάλη και υψώνει την ελληνική σημαία σε μια ιδιαίτερα συγκινητική τελετή, με τη συνοδεία γαλλικής μουσικής και ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς του λαού. Το επεισόδιο αυτό, σχεδόν λησμονημένο σήμερα, φωτίζει τον καθοριστικό ρόλο της Γαλλίας στη διπλωματική και στρατιωτική πορεία προς την απελευθέρωση της Θράκης.

Ο Καρύδης τονίζει με συνέπεια τη διαχρονική αξία της ενότητας και της ελευθερίας, καθώς και το πατριωτικό χρέος των νέων γενεών να τιμούν τους αγώνες των προγόνων και να συνεχίζουν την προσπάθεια για εθνική αυτοδιάθεση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του στην Κύπρο, την οποία προβάλλει ως το επόμενο μεγάλο εθνικό αίτημα του ελληνισμού, συνδέοντας νοητά την ιστορική εμπειρία της Θράκης με τον σύγχρονο –τότε– κυπριακό αγώνα. Η σύνδεση αυτή προσδίδει πανελλήνιο εύρος στο μήνυμα της ομιλίας και αποκαλύπτει την ολιστική αντίληψη του συντάκτη για τη γεωπολιτική και εθνική ενότητα του ελληνικού κόσμου.

Το τεκμήριο αυτό αποτελεί πολύτιμο μνημείο συλλογικής μνήμης και ιστορικής τεκμηρίωσης, καθώς διασώζει στοιχεία που δεν έχουν ευρέως καταγραφεί: την ανύψωση της γαλλικής σημαίας, την ύπαρξη ρωσικού μνημείου, τη μνεία των μπεκτασίδων, τη συμμετοχή των συμμάχων στον πανηγυρισμό της ελευθερίας, καθώς και τον εορταστικό χαρακτήρα της εθνικής τελετής με έντονη διεθνή διάσταση. Παράλληλα, αναδεικνύει τη σύνδεση του θρακικού αγώνα με το όραμα της απελευθέρωσης της Κύπρου, ως αναπόσπαστου μέρους του ελληνικού έθνους.

Η επίσημη υπογραφή του Ι. Καρύδη, στελέχους της τοπικής διοίκησης, προσδίδει στο κείμενο ιδιαίτερη βαρύτητα και αξιοπιστία, καθιστώντας το καθρέφτη της πολιτικής και κοινωνικής οπτικής της εποχής.



 

Το σκάνδαλο Μπακόπουλου και η εμπιστευτική αναφορά (1948–1949): Μια τεκμηριωμένη αποτύπωση της μεταπολεμικής διοικητικής κρίσης

Η εμπιστευτική αναφορά που συνέταξε ο πλωτάρχης του Λιμενικού Σώματος Ν. Σταμπουλής αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά τεκμήρια για τη μελέτη της δημόσιας διοίκησης στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Το συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο φυλάσσεται πλέον στο προσωπικό αρχείο του τότε Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Γρηγόρη Χρυσοστόμου, προσφέρει μια σπάνια και λεπτομερή καταγραφή των θεσμικών αντιδράσεων απέναντι σε ένα σκάνδαλο οικονομικής κακοδιαχείρισης που συγκλόνισε το Λιμενικό Σώμα την περίοδο 1948–1949.


Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ο υποπλοίαρχος και οικονομικός διαχειριστής του Σώματος, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, ο οποίος κατηγορήθηκε για συστηματική υπεξαίρεση σημαντικών χρηματικών ποσών από τα ταμεία του Λιμενικού. Η διαφυγή του στο εξωτερικό ενεργοποίησε μια εκτεταμένη διεθνή αναζήτηση, στην οποία ενεπλάκησαν διπλωματικές, αστυνομικές και δικαστικές αρχές της Ελλάδας. Η υπόθεση ολοκληρώθηκε το 1949 με τον εντοπισμό και την έκδοση του Μπακόπουλου από τη Βενεζουέλα, γεγονός που σηματοδότησε μια από τις πρώτες οργανωμένες διακρατικές συνεργασίες μεταπολεμικής ποινικής δίωξης.

Η αναφορά του Σταμπουλή, ο οποίος είχε αποσταλεί στο εξωτερικό με εντολή του Υπουργού Γρηγόρη Χρυσοστόμου για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του φυγόποινου αξιωματικού, προσφέρει μια μοναδική εσωτερική οπτική. Τεκμηριώνει τόσο τις διαδικασίες των διωκτικών αρχών όσο και τις δυσχέρειες της ελληνικής διοίκησης σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και θεσμικής ανασυγκρότησης. Παράλληλα, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του Τύπου —ιδίως της εφημερίδας Ελευθερία— ο οποίος συνέβαλε στην ανάδειξη του ζητήματος σε πανεθνικό επίπεδο και στη διαμόρφωση ενός δημόσιου λόγου περί διαφάνειας και λογοδοσίας.

Το σκάνδαλο Μπακόπουλου συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση των μεταπολεμικών προκλήσεων στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και στην οικοδόμηση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου. Ως εκ τούτου, η αναφορά Σταμπουλή αποτελεί πολύτιμη πρωτογενή πηγή για την ιστορική έρευνα σχετικά με τη λειτουργία του κράτους, την πολιτική κουλτούρα της εποχής και τη σταδιακή εδραίωση της θεσμικής διαφάνειας στη μεταπολεμική Ελλάδα.






 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Αλεξανδρούπολη, 1959 — Η μπάντα, το Δημαρχείο και μια πόλη που θυμάται

Η φωτογραφία αυτή μάς ταξιδεύει στην Αλεξανδρούπολη του 1959, σε μια στιγμή που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα και τον παλμό μιας άλλης εποχής. Στο επίκεντρο, η φιλαρμονική μπάντα του Δήμου παρελαύνει με επισημότητα, συνοδευόμενη από τον χαρακτηριστικό ήχο των χάλκινων πνευστών και του ταμπούρου.


Οι μουσικοί φορούν τις τυπικές στολές της εποχής — μακριά σκούρα παλτά, στολισμένα με μεταλλικά κουμπιά και διακριτικά, καθώς και πηλήκια με σήμα στο κέντρο. Οι στολές, λιτές αλλά επιβλητικές, αντικατοπτρίζουν το ήθος και την πειθαρχία που χαρακτήριζαν τη φιλαρμονική της πόλης. Κάθε μέλος πορεύεται περήφανα, γνωρίζοντας ότι εκπροσωπεί όχι μόνο τη μουσική, αλλά και την ίδια την ψυχή της Αλεξανδρούπολης.

Στο φόντο, το Δημαρχείο δεσπόζει με τον βασιλικό θυρεό στην πρόσοψή του, υπενθυμίζοντας την πολιτειακή μορφή της Ελλάδας εκείνης της εποχής.